προσποιητός — taken to oneself masc nom sg προσποιητός taken to oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητός, -ή -ό — προσποιητός, ή, ό αυτός που γίνεται με προσποίηση, υποκριτικά, αφύσικα, πλαστά: Προσποιητή ευγένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσποίητος — taken to oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητός — ή, ό / προσποιητός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και προσποίητος, ον, Α [προσποιοῡμαι] 1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
προσποιητόν — προσποιητός taken to oneself masc acc sg προσποιητός taken to oneself neut nom/voc/acc sg προσποιητός taken to oneself masc/fem acc sg προσποιητός taken to oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητοῖς — προσποιητός taken to oneself masc/neut dat pl προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητοί — προσποιητός taken to oneself masc nom/voc pl προσποιητός taken to oneself masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητῶς — προσποιητός taken to oneself adverbial προσποιητός taken to oneself adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητῷ — προσποιητός taken to oneself masc/neut dat sg προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιήτως — προσποίητος taken to oneself adverbial προσποίητος taken to oneself masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητῆς — προσποιητός taken to oneself fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)